- επίπλασις
- (-εως) η шпаклёвка (действие)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπιπλάσιες — ἐπίπλασις application fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάσιος — ἐπίπλασις application fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπλασιν — ἐπίπλασις application fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπλαση — η (Α ἐπίπλασις) 1. ιατρ. τοποθέτηση επιπλάσματος, εμπλάστρου 2. το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ. με πλαστική ύλη, το στοκάρισμα αρχ. μτφ. σύνθεση φανταστικής, πλαστής διηγήσεως («δι’ ἐπιπλάσεως τῶν διηγημάτων κατασιγάζουσιν αἱ … Dictionary of Greek
ἐπιπλάσεως — ἐπιπλάσεω̆ς , ἐπίπλασις application fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπλάσῃ — ἐπιπλάσηι , ἐπίπλασις application fem dat sg (epic) ἐπιπλάσσω spread aor subj mid 2nd sg ἐπιπλάσσω spread aor subj act 3rd sg ἐπιπλάσσω spread fut ind mid 2nd sg ἐπιπλάζομαι wander about aor subj mp 2nd sg ἐπιπλάζομαι wander about fut ind mp 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)